- ἐλασίβροντος
- ἐλᾰσίβροντος, ον,A thunder-hurling, Pi.Fr.144(dub., prob. -βροντᾰ, voc. of -βρόντᾱς).II hurled like thunder, ἔπη ἐ. Ar.Eq.626.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελασίβροντος — ἐλασίβροντος, ον (Α) 1. αυτός που εξακοντίζει βροντές 2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός … Dictionary of Greek
ἐλασίβροντα — ἐλασίβροντος thunder hurling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίβροντε — ἐλασίβροντος thunder hurling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασίβροντ' — ἐλασίβροντα , ἐλασίβροντος thunder hurling neut nom/voc/acc pl ἐλασίβροντε , ἐλασίβροντος thunder hurling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)